- καταπλάσματος
- κατάπλασμαplasterneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάπλαση — η (Α κατάπλασις) [καταπλάσσω] εφαρμογή εμπλάστρου ή καταπλάσματος πάνω σε σημείο τού σώματος που πάσχει νεοελλ. ιατρ. 1. καταπλασία* 2. το στάδιο παρακμής ενός οργανισμού … Dictionary of Greek
μπλάστρωμα — το [μπλαστρώνω] τοποθέτηση εμπλάστρου, επίθεση καταπλάσματος … Dictionary of Greek
πολυάρχιος — ον, Α [Πολύαρχος] 1. αυτός που έχει εφευρεθεί απ τον φυσικό Πολύαρχο 2. είδος αλοιφής, καταπλάσματος … Dictionary of Greek
σιναπάλευρο — το, Ν σκόνη από απελαιωμένους τριμμένους σπόρους τού μαύρου σιναπιού που χρησιμοποιείται ως επισπαστικό φάρμακο με τη μορφή καταπλάσματος σε συνδυασμό με το άλευρο τού λιναριού, για την παρασκευή σιναπισμών, καθώς και τής επιτραπέζιας μουστάρδας … Dictionary of Greek
σιναπισμός — ο, ΝΜΑ [σιναπίζω] η χρησιμοποίηση εμπλάστρου με σινάπι νεοελλ. 1. ιατρ. εφαρμογή σιναπαλεύρου υπό μορφή καταπλάσματος ή ποδόλουτρου για πρόκληση υπεραιμίας και θεραπευτικής επίδρασης μέσω τής επίσπασης 2. (φαρμ.) επισπαστικό παρασκεύασμα τού… … Dictionary of Greek
λύθρο — (Lythrum). Γένος φυτών της οικογένειας των λυθριδών, που αριθμεί περίπου 25 είδη. Πρόκειται για πόες με τετραγωνικό βλαστό και γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι ρόδινα, κόκκινα ή λευκά. Είναι ωραίο διακοσμητικό φυτό και σχηματίζει… … Dictionary of Greek